- υπόπτερος
- -η, -ο / ὑπόπτερος, -ον, ΝΑνεοελλ.μτφ. αυτός που είναι ελαφρός και ευκίνητος σαν να έχει φτεράαρχ.1. αυτός που έχει φτερά ή πτερύγια, φτερωτός («τὰς ὑποπτέρους βάλλον πελειάς», Σοφ.)2. παροιμ. φρ. «ὑπόπτερος ὁ πλοῡτος» — λέγεται για να δηλώσει ότι τα πλούτη εξαφανίζονται γρήγορα, σαν να έχουν φτερά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. περί-πτερος].
Dictionary of Greek. 2013.